- υπογαλακτία
- η, Νανεπαρκής έκκριση γάλακτος από τον μαστό γυναίκας που θηλάζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + γάλα, -ακτος + κατάλ. -ία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… … Dictionary of Greek